- σούχινον
- σούχινονamberneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σούχινον — και σούχιον και σούχειον, τὸ, Α ήλεκτρο, κεχριμπάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sucinum «ήλεκτρο, κεχριμπάρι»] … Dictionary of Greek
σουγχίνος — ὁ, Μ ήλεκτρο, κεχριμπάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sucinum (βλ. λ. σούχινον)] … Dictionary of Greek
σούκινος — ίνη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από ήλεκτρο, κεχριμπαρένιος 2. (κατά τον Ησύχ.) «σούκινος εὐνοῡχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sucinum «ήλεκτρο» (πρβλ. σούχινον)] … Dictionary of Greek
σούχειον — τὸ, Α βλ. σούχινον … Dictionary of Greek
σούχιον — τὸ, Α βλ. σούχινον … Dictionary of Greek